μεταλογιάζω

μεταλογιάζω
μεταλογιάζω και ματαλογιάζω (Μ)
1. αλλάζω γνώμη, μετανιώνω
2. μέσ. μεταλογιάζομαι
ξανασκέφτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + λογιάζω «λογαριάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”